9.1.12

Melancholia

Τίτλος: Melancholia
Έτος: 2011
Σκηνοθέτης: Lars von Trier
Info: Imdb, WikiPedia

Θα προσπαθήσω να κάνω ένα πολύ σύντομο review στο Melancholia, την τελευταία μέχρι στιγμής, ταινία του Trier που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές από το διεθνή τύπο.


Η πανέμορφη Kirsten Dunst υποδύεται μια γυναίκα που πάσχει από χρόνια κατάθλιψη. Η δυνατότερη ψυχολογικά αδερφή της (Charlotte Gainsbourg) βρίσκεται πάντα στο πλευρό της σε όλες τις ευχάριστες αλλά και τις δυσάρεστες στιγμές της ζωής. Όταν όλα θα πάνε στραβά στο γάμο της πρώτης, η Charlotte θα αναλάβει να προστατεύσει την αδερφή της από τους απερίσκεπτους γονείς, το μεγαλομανιακό αφεντικό, αλλά και την αυτοκαταστροφική μανία της Kirsten, με κόστος όμως την οικογενειακή της ευτυχία.


Φανταστείτε δύο κόσμους. Τον κόσμο της λογικής όπου τα άτομα με κατάθλιψη παλεύουν για να κρατήσουν σε ισορροπία τις κοινωνικές τους σχέσεις και τον κόσμο της κατάθλιψης όπου η oποιαδήποτε λογική συμπεριφορά φαίνεται μάταια / δίχως νόημα. Ο Trier μέσα στην ταινία μεταφέρει τους χαρακτήρες από τον πρώτο κόσμο στο δεύτερο. Δημιουργώντας μια τραγική συγκυρία στο φυσικό κόσμο (ένας πλανήτης πρόκειται να συγκρουστεί με τη Γη) ο θεατής μπαίνει στην ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα της Kirsten. Τελικά η καθόλα λογική μάχη για τη ζωή που δίνει η Charlotte φαντάζει πλέον ως παράλογη/μάταια συμπεριφορά.  O σύζυγός της, που μέχρι εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται σαν το βράχο της  οικογένειας, γίνεται ο πρώτος που θα αναζητήσει έξοδο από την τρέλλα..


Η ταινία έχει πολύ ωραία φωτογραφία. Τα βραδυνά πλάνα είναι εξαιρετικά. Η μουσική παίζει το συνοδευτικό ρόλο που παίζει σε όλα τα έργα του Trier, χωρίς να καταφέρει όμως να βοηθήσει τα σημεία που χρειάζονται δραματουργική υποστήριξη. Δε ξέρω γιατί, αλλά οι Ασιάτες φαίνεται να τα καταφέρνουν καλύτερα με την κλασσική μουσική :-) Επίσης, θα βοηθούσε το θεατή αν καθόλη την ταινία (και ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος) ακούγονταν περισσότεροιι ήχοι από το γύρω περιβάλλον. Θα μας άφηνε να συνδεθούμε πιο εύκολα με τον πανικό της Kirsten στο πρώτο μέρος και της Charlotte στο δεύτερο.


Η ταινία είναι καλή και αξίζει να τη δείτε στις αίθουσες. Θα έλεγα ότι το σύνηθες πρόβλημα του Trier, ότι σπρώχνει δηλαδή επίτηδες το θεατή σε μια συγκεκριμένη ψυχολογική κατάσταση επειδή δε του βγαίνει κάτι στο σενάριο ή στις ερμηνείες, δεν είναι τόσο έντονο σε αυτή την ταινία. Eπίσης το φανταστικό στοιχείο δεν σε αποσπά από την πλοκή και το ξεδίπλωμα των χαρακτήρων, το οποίο μέχρι τώρα ήταν άλλο ένα πρόβλημα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη. Οπότε τι έχουμε; Έχουμε έναν ώριμο Trier να παρουσιάζει με αλληγορικό τρόπο τις ανθρώπινες σχέσεις κάτω από το πρίσμα της κατάθλιψης. Τι λείπει; Ίσως η bergman-ική διαλεκτική πάνω στις όχι και τόσο απλοϊκές σχέσεις αυτών των ανθρώπων. What you see is pretty much what you get :-)

Καλή μας χρονιά!

4.5.11

The Turin Horse

Τίτλος: The Turin Horse
Έτος: 2011
Σκηνοθέτης: Bela Tarr

"Πιθανότατα κάνω ταινίες για να προκαλέσω την τύχη, για να είμαι ταυτόχρονα ο πιο ταπεινωμένος και για λίγες μόνο στιγμές, ο πιο ελεύθερος άνθρωπος στον κόσμο. Απεχθάνομαι τις ιστορίες, καθώς παραπλανούν τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι κάτι έχει συμβεί. Στην πραγματικότητα, τίποτα δε συμβαίνει, καθώς γλιστράμε από τη μια κατάσταση στην άλλη. Γιατί σήμερα υπάρχουν μόνο καταστάσεις, όλες οι ιστορίες έχουν γίνει χυδαίες και μπανάλ. Το μόνο που απομένει είναι ο χρόνος. Αυτός είναι πιθανότατα το μόνο γνήσιο πράγμα - ο χρόνος αυτός καθαυτός: τα χρόνια, οι μέρες, οι ώρες, τα λεπτά και τα δευτερόλεπτα. Και ο φιλμικός χρόνος έπαψε να υπάρχει από τη στιγμή που το ίδιο το φιλμ έπαψε να υπάρχει. Ευτυχώς, δεν υπάρχει αυθεντική φόρμα ή μια κυρίαρχη τάση. Κάποιο είδος μαζικής συνειδητοποίησης, μια αμαζήτηση της δικής μας ψυχή, θα μπορούσε να ελαφρύνει την κατάσταση, ή να μας σκοτώσει". Bela Tarr


"Τορίνο, 3 Ιανουαρίου 1889: ο Φρίντριχ Νίτσε, βγαίνει από την πόρτα του σπιτιού που διαμένει, στην οδό Κάρλο Άλμπερτ 6. Όχι μακριά από αυτόν, ο οδηγός ενός δίτροχου κάρου έχει πρόβλημα με το πεισματάρικο άλογό του. Όσο κι αν το τσιγκλά, το άλογο αρνείται να κουνηθεί και τότε ο οδηγός χάνει την υπομονή του και αρχίζει να το μαστιγώνει. Ο Νίτσε μπαίνει στη μέση με φούρια για να δώσει τέλος σε αυτή τη βίαιη σκηνή, αγκαλιάζοντας το λαιμό του αλόγου και κλαίγοντας. Ο σπιτονοικοκύρης του, τον παίρνει μέσα στο σπίτι, τον βάζει να ξαπλώσει ακίνητο και σιωπηλό για δύο μέρες, μέχρι που ο Νίτσε θα μουρμουρίσει τα απαραίτητα τελευταία του λόγια και θα ζήσει για ακόμα 10 χρόνια, βουβός και παράφρων, με τη φροντίδα της μητέρας του και των αδελφών του. Δεν γνωρίζουμε τι απέγινε το άλογο."

Αυτά ακριβώς, είναι τα εισαγωγικά λόγια του Bela Tarr, στην αρχή της ταινίας του, που πιάνει την αφήγηση αμέσως μετά από αυτά τα γεγονότα και αποτελεί μια συγκλονιστική περιγραφή της δύσκολης ζωής του οδηγού του κάρου, της κόρης του και του αλόγου. Δείχνοντας μας, πως τρία απλά πράγματα, ένας αγρότης, μια κόρη και ένα γέρικο και κουρασμένο άλογο, μπορούν να συνθέτουν μια τραγική ιστορία...

Όπως δυστυχώς έχει ανακοινώσει ο ίδιος ο Ούγγρος σκηνοθέτης, αυτή είναι η τελευταία του ταινία. Κι εδώ, συνεργάζεται ξανά με τον συν-σεναριογράφο του, τον συγγραφέα Laszlo Krasznahorkai, στο σενάριο του "Αλόγου του Τορίνο".



Η λιτότα της ταινίας, φτάνει στο έπαρκο, για να τονίσει την αίσθηση του θανάτου, τη μοναξιά, την τραγωδία της ανθρώπινης ύπαρξης, μέσα από τη ζωή δύο απλών ανθρώπων που ο σισύφειος αγώνας τους για επιβίωση, συνδέετεαι με την σκληρή και πεζή καθημερινότητα.

Τα φιλμ του Bela Tarr, αντί να λέμε ότι είναι ασπρόμαυρα θα ταίριαζε καλύτερα αν λέγαμε πως συνδυάζουν το σκοτεινό γκρίζο με το φωτεινό γκρίζο. Κάποτε, ρώτησαν τον Tarr, γιατί το γκρι, κυριαρχεί στις ταινίες του, κι αυτός τους απάντησε: "Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Λένε, πως η ζωή είναι πολύχρωμη, όμως για κοίτα γύρω σου!".

Παρόλη την πεσιμιστική αυτή διάθεση του ίδιου του καλλιτέχνη, πρέπει να παραδεχθώ, πως η τέχνη του Bela Tarr, με γεμίζει χαρά. Αισθηντική χαρά βέβαια, καθώς μιλάμε για έναν σημαντικό σκηνοθέτη, με τόση δύναμη, που μπορεί να συνθέσει πανέμορφες όσο και περίπλοκες κινήσεις της κάμερας, χωρίς να πέφτει στην παγίδα των εύκολων λύσεων της μανιέρας.



Τα φιλμ του Tarr, είναι ένα σύνολο χειρονομιών, βλεμμάτων, φωνών, κορμιών και τοπίων. Αν αγαπάω τις ταινίες του Tarr, είναι γιατί πήρε τοις μετρητοίς τη σκέψη πως η γνώση στην κινηματογραφική τέχνη, δημιουργείται μέσα από την τέχνη, του να βλέπεις. Πιστέψε με, το να παρακολουθείς μια ταινία, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια εύκολη διαδικασία. Το βλέμμα, πρέπει να ενοχλείται όσο το δυνατό λιγότερο από άχρηστα στοιχεία.



Αυτή ακριβώς η σύνδεση, είναι που ενοποιεί τα πάντα με μια κίνηση και γίνεται πιο αισθητή μέσα από τις αργές, μακριές, συχνά καμπυλωτές κινήσεις της κάμερας που κινείται από αντικείενο σε αντικείμενο, χωρίς να σταματά. Αγγίζει έτσι απαλά τον κόσμο από κοντά, ενώ ταυτόχρονα τον παρατηρεί συνολικά. Ο Tarr, χρησιμοποιεί όσο μπορεί λιγότερα πλάνα γιατί κάθε συγκόλληση του φιλμ, είναι ταυτόχρονα κι ένα κόψιμο, ένα σκίσιμο στο ύφασμα της ζωής.

Ο Bela Tarr, είναι ένας ιδιαίτερα αγαπητός, προσωπικά, καλλιτέχνης, όχι μόνο για τη μοναδική φύση των ταινιών του, αλλά και για τις ασυμβίβαστες μεθόδους του. Χρειαζόμαστε, πραγματικά τις ταινίες του Tarr, για να θυμόμαστε εν τέλει, ότι είμαστε ζωντανοί...

5.1.10

The Rules of the Game

Τίτλος: The Rules of the Game
Έτος: 1939
Σκηνοθέτης: Jean Renoir
Info: Imdb, WikiPedia

Χρόνια πολλά φίλοι και ευτυχισμένο το 2010 με πολλές και καλές προβολές. Μετά από μια μικρή αποχή, λόγω κυρίως των κινηματογραφικών φεστιβάλ αλλά και άλλων υποχρεώσεων, επανέρχομαι δριμύτερος και τι καλύτερο γι’ αυτό, από μια κλασσική ταινία που ξαναείδα πρόσφατα. Πάμε λοιπόν να ξεκινήσουμε τη νέα μας κινηματογραφική χρονιά… and action!

“Ο «Κανόνας του Παιχνιδιού» μαζί με τον «Πολίτη Κέην» είναι αναμφίβολα τα δύο φιλμ που πυροδότησαν τις καριέρες των περισσοτέρων σκηνοθετών. Αντί να απολαμβάνουμε ένα ολοκληρωμένο προϊόν που παραδίδεται για να ικανοποιήσει την περιέργεια μας, νιώθουμε πως είμαστε παρόντες στην ίδια τη δημιουργία του φιλμ, σχεδόν νομίζουμε πως βλέπουμε τον Renoir να οργανώνει τα πάντα ενώ συγχρόνως παρακολουθούμε την προβολή. Για μια στιγμή σκεφτόμαστε: «Θα περάσω και αύριο να δω αν όλα εξελιχθούν με τον ίδιο τρόπο». Κι αυτός είναι ο λόγος που μπορούμε να περάσουμε μερικές από τις καλύτερες βραδιές μας βλέποντας τις ταινίες του”. François Truffaut

Ο σκηνοθέτης Jean Renoir έχοντας μόλις ιδρύσει την ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής Nouvelle Edition Francaise, αναλαμβάνει ως παρθενική του παραγωγή την ταινία σταθμός για τον γαλλικό και όχι μόνο κινηματογράφο, που ακούει στο όνομα “Κανόνας του Παιχνιδιού” το 1939. Ο σκηνοθέτης είχε αρχικά συλλάβει την ταινία ως μια ψυχαγωγική κωμωδία τρόπων, υπό τη σκιά ενός πολέμου που επρόκειτο να ξεσπάσει και απειλούσε την Ευρώπη, τελικά όμως, διάλεξε ένα πιο σκοτεινό αφηγηματικό μονοπάτι.

Όλα ξεκινούν σαν μια ελαφριά φάρσα, μια παιχνιδιάρικη κωμωδία δωματίου, στην οποία τα φλερτ και τα ερωτικά μυστικά κινητοποιούν τους χαρακτήρες και καθοδηγούν την ίντριγκα. Καθώς όμως η υπόθεση περιπλέκεται όλο και περισσότερο, αποκαλύπτεται ένας ασφυκτικός μικρόκοσμος και ο “Κανόνας του Παιχνιδιού”, φανερώνει το πραγματικό, βαθιά σκοτεινό του πρόσωπο. Χρησιμοποιώντας ως επίκεντρο τους καλεσμένους που φιλοξενεί η εξοχική έπαυλη ενός αριστοκρατικού ζεύγους, ο Renoir χτίζει κομμάτι κομμάτι την εικόνα μιας κοινωνίας εκτός ελέγχου, σ’ ένα διαρκές θέατρο του παραλόγου, όπου το ξεπούλημα κάθε αξίας είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση…


Διάχυτη λοιπόν, είναι η απελπισία του καλλιτέχνη που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ως προειδοποίηση για μια χώρα έτοιμη να εγκληματήσει ηθικά. Και είναι πραγματικά μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι φορές που το σινεμά έχει πει κι έχει δείξει, τόσο σκληρές αλήθειες με τόσο κομψό τρόπο και ίσως η μόνη που έχει απεικονίσει τόσο πειστικά την αβάσταχτη ελαφρότητα του ανθρώπινου είναι. Όλα αυτά, καθιστούν το φιλμ τόσο τρομερά προφητικό στην εποχή του, ώστε το κοινό, αδυνατώντας να δεχτεί το δυσοίωνο όραμα της, κατακεραυνώνει την ταινία, ενώ έξι εβδομάδες μετά την πρεμιέρα η κυβέρνηση ζητά την απαγόρευσή της, με το αιτιολογικό ότι διαστρεβλώνει και παρερμηνεύει παραδόσεις και θεσμούς.

Συνέπεια αυτής της επίθεσης, ήταν να κλείσει η εταιρεία παραγωγής και να κυκλοφορούν για χρόνια, αμφιβόλου διάρκειας κόπιες. Το 1956, ως ειρωνεία βρίσκεται η κανονική της βερσιόν, φτάνοντας μάλιστα μια δεκαετία αργότερα να αναγορευτεί ως η καλύτερη κινηματογραφική στιγμή του τρέχοντος αιώνα.


“Στο δικό μου το βιβλίο, αυτό το φιλμ έχει καταγραφεί ως ένα θαύμα. Γυρίστηκε ακριβώς πριν το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και προβλέπει επακριβώς τον επερχόμενο τρόμο. Κι όμως η ταινία, μοιάζει να κοιτάζει προς τα πίσω, μας δείχνει μια γέρικη, θλιμμένη κοινωνία να χάνεται μπροστά στα μάτια μας. Όχι μόνο στην Γαλλία, μα σε ολόκληρο τον κόσμο, τυφλή, θηριώδης βία επικρατεί, ακόμα κι αν η ίδια η ταινία είναι γεμάτη ζεστασιά και τρυφερότητα. Μια απίστευτη ελαφρότητα της ύπαρξης διαπερνά το φιλμ και μας βοηθά να ξεπεράσουμε την πικρία που αποπνέει. Πολύ καιρό πριν την εφεύρεση του steadicam, απορούμε πως γίνεται μια κάμερα να είναι τόσο ελαφριά.” Wim Wenders

Με την υγεία του να φθίνει σταδιακά, ο Jean Renoir ολοκλήρωσε τα απομνημονεύματά του, έλαβε ένα τιμητικό Oscar για το σύνολο της καριέρας του, στέφθηκε Ιππότης στη Λεγεώνα της Τιμής από τη γαλλική κυβέρνηση και ξεψύχησε ήσυχα μια βραδιά τον Φλεβάρη του 1979. Λίγες ημέρες μετά τον θάνατό του, ένας τρυφερός επικήδειος έκανε την εμφάνιση του, στους Los Angeles Times της εποχής. Το υπέγραφε ο Orson Welles και έφερε τον τίτλο «Ο Σημαντικότερος Όλων Των Σκηνοθετών»…

20.12.09

The Postman Always Rings Twice

Τίτλος: The Postman Always Rings Twice
Έτος: 1981
Σκηνοθέτης: Bob Rafelson
Info: Imdb, WikiPedia

Αποφάσισα να βάλω tag στον Rafelson μιας και είναι η δεύτερη ταινία του που κάνουμε review εδώ. Το "The Postman Always Rings Twice" βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του James M. Cain (η οποία είχε γυριστεί ξανά τη δεκαετία του '40). Το βιβλίο περιγράφει καταστάσεις που εκτυλίσσονται την περίοδο της ύφεσης του '30 στην Αμερική.



Η ταινία μας παρουσιάζει τον Jack Nicholson ως ένα μικρό απαταιώνα ο οποίος ερωτεύεται την πανέμορφη γκαρσόνα (Jessica Lange) ενός μαγειρείου (στη μέση του πουθενά). Το πρόβλημα είναι ότι η γκαρσόνα είναι παντρεμένη με τον ιδιοκτήτη του μαγειρείου, έναν Έλληνα που υποδύεται ο John Colicos. Το παράνομο ζευγάρι σύντομα αρχίζει να κάνει πλάνα ώστε να βγάλει από τη μέση το γερο-ρωμιό και να του πάρουν και την περιουσία! Καθώς το πλάνο τους μπαίνει σε ενεργεία, οι πρωταγωνιστές βρίσκουν όλο και πιο δύσκολη τη ζωή μέσα στη νέα πραγματικότητα που δημιούργησαν. Γνωρίζουν και οι δύο πολύ καλά ότι όσο εύκολα στάθηκαν τυχεροί, εξίσου εύκολα μπορούν και να τα χάσουν όλα (εξ ου και ο τίτλος της ταινίας).



Η ερμηνείες είναι πάρα πολύ καλές, με την εκρηκτική Jessica Lange να παίζει το ρόλο της "femme fatale" και τον Jack Nicholson να κρατά διαρκώς τα χαρτιά του κλειστά. Το δίδυμο αυτό καταφέρνει και δημιουργεί σασπένς ακόμη και σε σκηνές που θα μπορούσαν εύκολα να βουλιάξουν σεναριακά.



Το "The Postman Always Rings Twice" αποτελεί άλλη μια ταινία από το αμερικανικό cinema της αμφισβήτησης με small time crooks και cheap thrills. Η νουάρ αισθητική του βιβλίου δένει πολύ όμορφα με τη 70's ματιά στις ανθρώπινες σχέσεις και το τελικό αποτέλεσμα μεταμορφώνεται σε ένα σύγχρονο classic.

26.11.09

Five Easy Pieces

Τίτλος: Five Easy Pieces
Έτος: 1970
Σκηνοθέτης: Bob Rafelson
Info: Imdb, WikiPedia


Ό,τι και να πείτε δίκιο θα έχετε. Είμαστε αδικαιολόγητοι. Σχεδόν 6 μήνες χωρίς review..

Η αλήθεια είναι ότι παρόλο που είδα τα "Vicky, Cristina, Barcelona", τον "Κυνόδοντα", το "Men who stare at goats", το "Stalker", το "Κορίτσι με το Τατουάζ", τη "Δίκη" του Κάφκα, το "Fish Tank", το "Cashback", το "Τι απέγινε η Έλλι" (και κάποια άλλα που τώρα μου διαφεύγουν) θα πρέπει να ομολογήσω ότι αυτό που με τράβηξε περισσότερο στο να γράψω ένα review ήταν το Five Easy Pieces του Bob Rafelson. Το imdb με πληροφόρησε ότι ο σκηνοθέτης είχε γυρίσει και τα "Black Widow", "The Postman Always Rings Twice" και ήταν παραγωγός σε ταινίες όπως το "Easy Rider" και το εξαιρετικό "La maman et la poutain".



Η ταινία παρουσιάζει έναν νεαρό, γόνο καλής οικογενείας (με ιδιαίτερη μουσική παιδεία), ο οποίος ζει μακρυά από την οικογένειά του σε μια μικρή επαρχιωτική πόλη του αμερικανικού νότου. Εργάζεται για το μεροκάματο σε εκσκαφές και περνά τον ελεύθερό του χρόνο με cheap thrills και μια σχέση που δε φαίνεται να βγάζει πουθενά. Ο θεατής νιώθει από την αρχή της ταινίας ότι ο πρωταγωνιστής δεν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή που κάνει, όμως οι επιλογές του δεν τον φέρνουν σε κάποια ισορροπία / ηρεμία. Με σκοπό να επισκεφθεί τον πατέρα του που βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, ξεκινά ένα road trip προς την πατρική του στέγη. Εκεί θα έρθει αντιμέτωπος με ένα περιβάλλον και έναν τρόπο ζωής που συνειδητά απέφευγε για πολλά χρόνια. Όμως, για καλή μας τύχη, το σενάριο γρήγορα ξεφεύγει από τον εύκολο φονταμενταλισμό. Θυμίζοντας ανάλογες ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου εκείνης της εποχής, θα δοκιμάσει να δώσει μια γερή γροθιά στην αμερικανική αστική τάξη και στα "πιστέυω" της ως προς το πρότυπο του επιτυχημένου άνθρωπου.



Όλες οι ερμηνείες είναι πάρα πολύ καλές (τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει ο Τζακ Νίκολσον). Μάλιστα, από την ποιότητα των σκηνών που διαδραματίζονται γύρω από την πατρική εστία, φαίνεται ότι υπήρξε και καλή επικοινωνία μεταξύ των ηθοποιών. Εξαιρετικοί δε, είναι και οι μικρότεροι ρόλοι που περνούν σαν κομήτες και προσθέτουν κωμικοτραγικά στοιχεία στο ταξίδι του ήρωα.



Συνολικά, θα έλεγα ότι είναι μια πολύ προσεγμένη ταινία. Σας την συνιστώ ανεπιφύλακτα!

Kudos στο φίλο baphomet που μου την πρότεινε!

6.7.09

Midnight Cowboy

Τίτλος: Midnight Cowboy
Έτος: 1969
Σκηνοθέτης: John Schlesinger
Info: Imdb, WikiPedia




Το Midnight Cowboy είναι μια ταινία από το σινεμά της (αμερικανικής) αμφισβήτησης των '60s. Είχα την ευκαιρία να τη δω χθες βράδυ για πρώτη φορά στην έκδοση "25th anniversary" και παρόλο που έχει γίνει πολύ καλή δουλειά στην εικόνα του φίλμ, ξεχωρίζει ιδιαίτερα το soundtrack (που κατά τ´άλλα αποτελείται από 2 βασικά θέματα).



Ο Joe είναι ένα παιδί της επαρχίας που έχει ακούσει ότι στην πόλη πληρώνεται ακόμη και το sweetlovin'. Αφήνει λοιπόν τα μαγειρεία του Texas και κατευθύνεται στην Νέα Υόρκη όπου ελπίζει να πιάσει την "καλή". Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με τη βαρβαρότητα, την εκμετάλλευση, την αποξένωση, με λίγα λόγια την σκληρή πραγματικότητα της αστικής ζωής. Μέσα από μια φιλική σχέση που τελικά θα γίνει σχέση επιβίωσης, θα αναγνωρίσει τις σημαντικές αξίες της ζωής (αχ το αμερικανικό σινεμά αξιών) και θα προσαρμόσει κατάλληλα το "θέλω" του με το "είναι".



Όλες οι ερμηνείες είναι πολύ καλές, αλλά την παράσταση κλέβει το american countryside, που μπροστά στις εικόνες της πόλης φαντάζει ως παράδεισος.



Τα flashbacks, οι σκηνές μέθης στα πάρτυ και το αλαλούμ της ζωής στη Νέα Υόρκη έχουν μεν το ψυχεδελικό edit που ήταν της μόδας εκείνη την περιόδο αλλά γίνεται με τόσο προσεγμένο τρόπο που προσθέτει στον καμβά της ταινίας και δεν τον γελιοποιεί.



Είναι ότι πρέπει για απόγευμα Κυριακής.

13.6.09

Lola Montes

Τίτλος: Lola Montes
Έτος: 1955
Σκηνοθέτης: Max Ophuls
Info: Imdb, WikiPedia

Η Lola Montes βρίσκεται κάθε βράδυ στη σκηνή ενός τεράστιου τσίρκου και είναι αναγκασμένη να ξαναζεί το δραματικό παρελθόν της, έχοντας ξεπέσει από τη δόξα και τα πλούτη σε κατάσταση πλήρους παρακμής.

Έτσι, κάπου στην Αμερική, ζωντανεύει η ιστορία μιας μοιραίας γυναίκας του 19ου αιώνα, μέσα από αναδρομές στα γεγονότα και τους άντρες που καθόρισαν την πορεία της. Η Lola Montes, είναι υποχρεωμένη να αναπαριστά την εικόνα της μέχρι το τραγικό τέλος, πλάθοντας μια αναπαράσταση της ζωής της με δραματική κορύφωση.


Πρόκειται, όχι απλά για μια ακόμα επανέκδοση, - δηλαδή η ίδια παλιά ταινία σε μια καινούργια κόπια – αλλά μια αποκατεστημένη εκδοχή της τελευταίας ταινίας του Max Ophuls στο όραμα που είχε ο ίδιος για την τελική μορφή της.

Η ταινία που αναμφισβήτητα δικαιούται την προσοχή μας, βασίζεται στη βιογραφία της Maria Dolores Elisa Regina Gilbert, μιας Ιρλανδής ηθοποιού, που έγινε γνωστή ως χορεύτρια του φλαμέγκο, εκτός από την ιδιότητα της ερωμένης που της χάρισε μια αθάνατη φήμη.

Ο Max Ophuls, γόνος γερμανοεβραίων αστών, έφυγε για το Παρίσι όταν ανέβηκε ο Χίτλερ στην εξουσία και πολιτογραφήθηκε Γάλλος. Όμως με την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία τρέπεται ξανά σε φυγή και μεταναστεύει στην Αμερική.


Η ταινία μας, γυρισμένη στα 1955, ήταν η πιο ακριβή γαλλική παραγωγή της εποχής της, γεγονός όμως που δεν πτόησε τους παραγωγούς της από το να την κατακρεουργήσουν δημιουργώντας μια παταγώδης αποτυχία και αφήνοντας μια σκοτεινή σκιά στην καριέρα του Ophuls, που πέθανε δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της, όντας ακόμη μπλεγμένος σε δικαστική διαμάχη με τους παραγωγούς του.

Όμως παρ’ όλα αυτά, η παλλόμενη ενέργεια του φιλμ, η ανατρεπτική κινηματογραφική του γλώσσα και φυσικά η μπαρόκ ατμόσφαιρά του, δε θα αφήσουν ασυγκίνητους τους Αμερικάνους κριτικούς, φτάνοντας να την συγκρίνουν ακόμα και με το αριστούργημα που ακούει στο όνομα “Citizen Kane”.

Χαρακτηριστικά αναφέρω τον κριτικό Άντριου Σάρις της Village Voice που έφτασε στο σημείο να την κατονομάσει ως “την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε ποτέ”. Εξάλλου, η αλήθεια είναι ότι χάρη στις δικές του προσπάθειες, το 1963 μια πιο ολοκληρωμένη βερσιόν του φιλμ θα έκανε την εμφάνισή της. Θα έπρεπε όμως να περιμένουμε μέχρι το 2008, όπου η Lola Montes θα έβρισκε επιτέλους και χάρη στη Γαλλική Ταινιοθήκη, την όψη που οραματίστηκε ο Ophuls.


Τι είναι λοιπόν η Lola Montes; Εκ πρώτης όψεως, θα λέγαμε ότι πρόκειται για μια βιογραφική ταινία για μια Femme Fatale. Μια χορεύτρια του 19ου αιώνα κι ερωμένη διάσημων ανδρών από τον Franz Liszt μέχρι τον Λούντβιχ τον πρώτο της Βαυαρίας, στην ουσία όμως εδώ έχουμε μια καταγραφή της ίδιας της μαγείας του σινεμά.

Του σινεμά και του τρόπου που ακόμη και μια μέτρια ιστορία – διότι κακά τα ψέματα, πέρα από τον πικάντικο χαρακτήρα των περιπετειών της στα κρεβάτια των πλουσίων και δυνατών, η ζωή της Lola Montes, δεν είναι δα και το καλύτερο σενάριο – μπορεί να τη μεταμορφώσει σε ένα αληθινά συναισθηματικό έπος.


Εν κατακλείδι λοιπόν, μέσα από μια μη γραμμική αφήγηση που αρνείται τις συμβάσεις του κινηματογραφικού χρόνου και χώρου, η ζωή της Lola Montes γίνεται ένα εκτυφλωτικό μελόδραμα κάνοντας ένα σαφές κι απόλυτα πετυχημένο σχόλιο για την ίδια τη φύση του σινεμά.